- πολυιδρεία
- πολυϊδρείᾱ , πολυιδρείαmuch knowledgefem nom/voc/acc dualπολυϊδρείᾱ , πολυιδρείαmuch knowledgefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυϊδρεία — ἡ, Α [πολύϊδρις] (ποιητ. τ.) 1. γνώση πολλών πραγμάτων, πολυπειρία*. πολυμάθεια 2. μεγάλη σύνεση («ἥ πάντ ἐφύλασσε νόου πολυϊδρείῃσι», 0μ.0δ.) … Dictionary of Greek
πολυϊστορία — ἡ, Α [πολυΐστωρ] η πολυϊδρεία* … Dictionary of Greek
πολυιδρείη — πολυϊδρείη , πολυιδρεία much knowledge fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυιδρείῃσι — πολυϊδρείῃσι , πολυιδρεία much knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυιδρείῃσιν — πολυϊδρείῃσιν , πολυιδρεία much knowledge fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)